- σπληναλγία
- η, Νιατρ. πόνος στη σπλήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splenalgia (< σπλήνα + -αλγία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek